επικέρδεια

επικέρδεια
ἐπικέρδεια, ἡ (AM)
1. το κέρδος που αποκτάται από εργασία, κυρίως εμπορική
2. το επί πλέον κέρδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπικερδείας — ἐπικερδείᾱς , ἐπικέρδεια interest fem acc pl ἐπικερδείᾱς , ἐπικέρδεια interest fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικέρδειαν — ἐπικέρδεια interest fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”